Κάρολος Ντίκενς, επίκαιρος όσο ποτέ...
Κάρολος Ντίκενς |
Λίγος χυλός, πολλή ομίχλη
Ο ζοφερός κόσμος του Κάρολου Ντίκενς και η Ελλάδα της κρίσης
του Ευγένιου Τριβιζά
(πηγή: www.tanea.gr)
Δύο αποσπάσματα από λογοτεχνικά αριστουργήματα του προπερασμένου αιώνα. Στο πρώτο («O Ζοφερός Οίκος») η ηρωίδα Εστερ, φτάνοντας στο Λονδίνο, απορεί για ποιον λόγο δεν μπορεί να δει πέρα από τη μύτη της και ο νεαρός που την υποδέχεται της εξηγεί περί τίνος πρόκειται:
[...] αφού επέβλεψε τη μεταφορά των αποσκευών μου, τον ρώτησα μήπως είχε πιάσει πουθενά καμιά μεγάλη πυρκαγιά. Γιατί οι δρόμοι ήταν γεμάτοι από έναν πυκνό καφετί καπνό και με δυσκολία έβλεπα γύρω μου.
«Α, όχι, δεσποινίς», μου απάντησε. «Είναι ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του Λονδίνου».
Πρώτη φορά στη ζωή μου άκουγα τέτοιο πράγμα.
«Η ομίχλη, δεσποινίς!» είπε ο νεαρός κύριος.
«Α, μάλιστα!» είπα εγώ. (1)
Στο δεύτερο («Ολιβερ Τουίστ»), ένα φοβισμένο αγόρι τολμάει να ζητήσει λίγο χυλό παραπάνω για να ξεγελάσει την πείνα του και το πληρώνει ακριβά.
[...] απελπισμένος απ' την πείνα και παράτολμος απ' τη δυστυχία, σηκώθηκε από το τραπέζι και, προχωρώντας προς τον οικονόμο με τη γαβάθα και το κουτάλι στο χέρι, κάπως αλαφιασμένος από το τόλμημά του, του είπε:
«Σας παρακαλώ, κύριε, θα ήθελα λίγο ακόμη».
Ο οικονόμος ήταν ένας παχύς άντρας γεμάτος υγεία, όμως εκείνη τη στιγμή έχασε το χρώμα του. Για μερικά δευτερόλεπτα έμεινε άναυδος κοιτάζοντας τον μικρό επαναστάτη... (2)
Το πέπλο ομίχλης που περιγράφει ο Κάρολος Ντίκενς στο πρώτο απόσπασμα (το ίδιο πέπλο που καλύπτει τα εγκλήματα του Τζακ του Αντεροβγάλτη και σβήνει τις σκιές των αντιπάλων του Σέρλοκ Χολμς), δεν ήταν αποτέλεσμα μόνο καιρικών συνθηκών, αλλά του συνδυασμού τους με ατμοσφαιρική ρύπανση λόγω της χρήσης ρυπογόνων καυσίμων στα τζάκια (που πολύ αργότερα απαγορεύτηκε νομοθετικά, μετά τον θάνατο χιλιάδων ανθρώπων).
Ο ήρωας του δεύτερου αποσπάσματος θεωρείται ότι είναι βασισμένος στη ζωή του Robert Blincoe, που είχε στην πραγματικότητα βιώσει παρόμοιες καταστάσεις όταν ήταν παιδί. (3)
Από τον προπερασμένο στον δικό μας αιώνα, τα πέπλα αιθαλομίχλης που απλώνονται στις πόλεις μας και τα κρούσματα υποσιτισμένων παιδιών που λιποθυμάνε σε σχολεία φέρνουν στο νου τέτοιες ζοφερές ντικενσιανές σκηνές.
Εχουν περάσει διακόσια χρόνια από τη γέννηση του συγγραφέα που αφύπνιζε με τις περιγραφές του το κοινό της εποχής του. Αν δεν κάνουμε όλοι το χρέος μας, ίσως χρειαστούν νέοι Ντίκενς για να περιγράψουν παρόμοιες σκηνές στην εποχή μας, στην ήπειρό μας, στη χώρα μας.
Για αυτόν τον λόγο δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι, όπως πίστευε ο μεγάλος κοινωνικός αναμορφωτής, εκτός από τη σοφία του μυαλού υπάρχει και η σοφία της καρδιάς, και ότι η σοφία της καρδιάς είναι η γνησιότερη σοφία.
Ο Ευγένιος Τριβιζάς είναι συγγραφέας.
Τσαρλς Ντίκενς: Ο κριτικός της φτώχειας
(πηγή: tvxs.gr)
Σε μια εποχή κατά τη διάρκεια της οποίας όχι μόνο η Ελλάδα, αλλά και ολόκληρη η Ευρώπη, μαζί με την Αμερική, αντιμετωπίζουν μια πρωτοφανή κρίση, με την ανεργία και τις απολύσεις να ανεβαίνουν στα ύψη και τα εισοδήματα των μεσαίων και των κατώτερων τάξεων να συρρικνώνονται με ασυγκράτητο ρυθμό, η ρημαγμένη από την οικονομική εξαθλίωση βικτωριανή Αγγλία, που κυριαρχεί σε όλο το μήκος της μυθιστορηματικής παραγωγής του Ντίκενς, επανακάμπτει εντυπωσιακά στο προσκήνιο, για να υπενθυμίσει μιαν ανυπόφορα βαριά κοινωνική συνθήκη: μια συνθήκη που η ευμάρεια του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα έδειχνε μέχρι και πριν από λίγα μόλις χρόνια πως είχε μπει οριστικά στα αζήτητα της Ιστορίας.
Δουλεύοντας σε εργοστάσιο βερνικιών
Το τέκνο μιας καταχρεωμένης δημοσιοϋπαλληλικής οικογένειας, που σταμάτησε το σχολείο για να δουλέψει σε εργοστάσιο βερνικιών και γνώρισε στο πετσί του τη σκληρότητα της παιδικής εργασίας, υπήρξε ένας από τους σφοδρότερους επικριτές τόσο των κάθετων ταξικών διαιρέσεων της αγγλικής κοινωνίας του 19ου αιώνα, όσο και της τεράστιας φτώχειας την οποία σήμανε για εξαιρετικά μεγάλα τμήματα του πληθυσμού η Βιομηχανική Επανάσταση.
Η φτώχεια καθόρισε τον κόσμο των μυθιστορημάτων του Ντίκενς και αποτυπώθηκε με τον πιο παραστατικό τρόπο στους διάσημους χαρακτήρες του. Από τον Όλιβερ Τουίστ και τον Νίκολας Νίκλεμπι (αμφότερα το 1839), όπου θα αποκαλυφθεί με τα μελανότερα χρώματα η μαύρη καθημερινότητα του Λονδίνου και του Γιορκσάιρ, με ένα σύμπαν βυθισμένο στο έγκλημα και την πορνεία - μολονότι η εικόνα της πόρνης θα απαλλαγεί σε εντυπωσιακό βαθμό από την ηθική και την κοινωνική της απαξίωση - μέχρι τον Ζοφερό Οίκο (1853) και τη Μικρή Ντόρριτ (1857), που θα αποτελέσουν ένα ανάθεμα για τους βικτωριανούς θεσμούς και τη βικτωριανή οικονομία, η μυθιστοριογραφία του Ντίκενς θα είναι η μυθιστοριογραφία των φτωχών, των ανήμπορων και των ξεγυμνωμένων.
Οι εικόνες της αδυναμίας, του ξεπεσμού και του στυγνού προσώπου της εργοδοσίας δεν θα λείψουν και από το κορυφαίο έργο του Ντίκενς, τον Ντέιβιντ Κόπερφιλντ (1850), μια σαφώς αυτοβιογραφική σύνθεση, όπως και τα περισσότερα έργα του, με την οποία θα ανακαλέσει πικρά στιγμιότυπα από τη ζωή του στο εργοστάσιο βερνικιών.
Η φτώχεια ως ηθικό και ψυχολογικό μέγεθος
Πανταχού παρούσα και βασισμένη στην προσωπική του η εμπειρία, η φτώχεια θα απασχολήσει τον Ντίκενς από τη μια ως υλικό ζήτημα και από την άλλη ως καθαρώς ηθικό και ψυχολογικό μέγεθος. Από τη «Χριστουγεννιάτικη ιστορία» (1843) μέχρι και τα«Δύσκολα χρόνια» (1854) ή τις «Μεγάλες προσδοκίες» (1861), ο Ντίκενς θα μιλήσει για τη φτώχεια μέσω της ανάπτυξης ενός στιβαρού προβληματισμού για τη σημασία και το βάρος του χρήματος στον βίο των ανθρώπων. Θα μιλήσει όχι μόνο για όσους υποφέρουν από την έλλειψή του, αλλά και για όσους το κατέχουν και το διακινούν, καταδικάζοντας τους υπόλοιπου στην περιθωριοποίηση και την απόγνωση.
Στη νουβέλα της «Χριστουγεννιάτικης ιστορίας», που γνώρισε άπειρες εκδοχές στον κινηματογράφο και είναι το γνωστότερο βιβλίο του Ντίκενς, όπως και ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ο σπαγγοραμμένος Εμπενίζερ Σκρουτζ, που θα μετατραπεί σε συνώνυμο της εξοντωτικής απροθυμίας και της ολοκληρωτικής μιζέριας, θα δείξει τις βλαβερές συνέπειες του πλούτου σε εύπορους και φτωχούς. Φτωχοί και εύποροι θα βρουν τη χαρά τους μόνο όταν το χρήμα θα βγει από το σφιχτοδεμένο πουγκί, για να φέρει την ευτυχία στο τραπέζι όλων.
Στα «Δύσκολα χρόνια», ο Ντίκενς δεν θα κρύψει την απογοήτευσή του για το όραμα της βιομηχανικής τεχνολογίας, που αντί να διευκολύνει το άνοιγμα του δρόμου για έναν νέο τρόπο ζωής, ικανό να συμπεριλάβει στους κόλπους του τις χειμαζόμενες μάζες, θα μαζέψει το χρήμα στα χέρια των λίγων, χαντακώνοντας κάθε προοπτική και ελπίδα για τα εργατικά στρώματα. Ακόμα και στις Μεγάλες προσδοκίες, που μάλλον ξεφεύγουν από τα όρια του κοινωνικού μυθιστορήματος, ο συγγραφέας θα χτίσει τον κεντρικό του χαρακτήρα με βάση τις επιταγές του χρήματος, όπως τις επιβάλλει η βικτωριανή Αγγλία. Ένας φτωχός νέος, έχει ένα και μοναδικό στόχο: να πλουτίσει σε μια κοινωνία, της οποίας το σύστημα τον αποκλείει.
Ο Ντίκενς μέσα από το έργο του προσπαθεί να κάνει σαφές ότι η φτώχεια δεν αποτελεί προϊόν προσωπικής ανικανότητας, αλλά το χαρακτηριστικό ενός ταξικού καθεστώτος, που οδηγεί συντεταγμένα στην ανισότητα.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Θα χαρούμε να διαβάσουμε τη γνώμη σου!