William Faulkner, Καθώς ψυχορραγώ, μετ. Μένης Κουμανταρέας

Αποτέλεσμα εικόνας για φωκνερ
«Όταν ο ήλιος του Περικλή δημιούργησε τον πολιτισμένο κόσμο, η σκιά λύγισε και έφθασε ως την Αμερική. Τώρα ένας Αμερικανός φέρνει τη σκιά αυτή πίσω στην πηγή του φωτός»
William Faulkner, κατά την επίσκεψη του στην Ελλάδα, 1957









 William Faulkner, Καθώς ψυχορραγώ, μετ. Μένης Κουμανταρέας


Mια φιλοσοφική θεώρηση για την ίδια την ανθρώπινη ύπαρξη. Η αφορμή δίνεται με τον θάνατο της Άντυ Μπάντρεν, μητέρας μιας πολυμελούς οικογένειας στη φανταστική πολιτεία Γιοκναπατάουφα του αμερικανικού νότου, και συνεχίζεται με το οδοιπορικό της αγροτικής της οικογένειας υπό αντίξοες συνθήκες και με πρωτόγονα μέσα προς τον οικογενειακό τάφο στην πόλη. Παρά την αντίθετη εντύπωση δεν πρόκειται για ένα μνημειώδες έργο στοργής, αφοσίωσης και αγάπης για την εκλιπούσα μητέρα ή σεβασμού για την τελευταία της επιθυμία. Η πάλη της οικογένειας με τα στοιχεία της φύσης και τη φτώχεια, την κοπιαστική εργασία, αλλά και με τα κατώτερα ένστικτα του ανθρώπου αποτελεί το στημόνι στο οποίο Φώκνερ ενυφαίνει τους προβληματισμούς του για τη ζωή και τον θάνατο, με φόντο τον καθημαγμένο από τον Εμφύλιο και δέσμιο συντηρητικών ηθών και αναχρονιστικών αντιλήψεων αμερικάνικο νότο.

Μέσα σ’ αυτό το φόντο ο Φώκνερ μας δίνει ένα από τα συγκλονιστικότερα έργα που έχουν γραφεί για την ανθρώπινη μοναξιά που μας ακολουθεί βέβαια πάντοτε μπροστά στον θάνατο, αλλά και μας συνοδεύει και ενόσω ζούμε, καθορίζοντας τη στάση μας απέναντι στους άλλους, τις μύχιες σκέψεις και προθέσεις μας, τα κίνητρά μας, τα αφανέρωτα συναισθήματα και τις ανομολόγητες επιθυμίες μας. «Σε μια κοινωνία αρχέτυπη, βασικά αγροτική και μητριαρχική», όπως επισημαίνει ο Μένης Κουμανταρέας στον πρόλογο της έκδοσης, «το ξόδι της Άντυ Μπάντρεν, μοιάζει σαν πρόφαση για τους ήρωες να ικανοποιήσουν ο καθένας ξεχωριστά τη δική του μικρή, στενόψυχη επιθυμία». Ταυτόχρονα, παρελαύνουν η κακομοιριά και η μιζέρια της φτώχειας, η δύσκολη θέση της γυναίκας, η έλξη προς τις ανέσεις του πολιτισμού, οι δυσκολίες της αγροτικής ζωής.

Δομικά, η ιστορία δίνεται πολυπρισματικά με τις διαδοχικές αφηγήσεις 15 προσώπων (των 7 μελών της οικογένειας, συμπεριλαμβανομένης και της Άντυ Μπάντρεν), του γιατρού και του ιερέα, φίλων και γειτόνων της οικογένειας, επαγγελματιών της ευρύτερης περιοχής. Η καλειδοσκοπική αυτή τεχνική, που ο Φώκνερ έχει χρησιμοποιήσει ένα χρόνο πριν και στο περίφημο επίσης έργο του «Η βουή και η αντάρα», ζωντανεύει τους ήρωες μπροστά στον αναγνώστη, φωτίζει τις επιλογές και τις αποφάσεις τους, αλλά και συντελεί στη σταδιακή δεξιοτεχνική διερμήνευση της στάσης και της συμπεριφοράς τους. Η αποκάλυψη ξεκινά στη μέση περίπου του βιβλίου με τον αποκαλυπτικό μονόλογο της ίδιας της Άντυ Μπάντρεν, για να κορυφωθεί με την φαινομενικά ακατανόητη απόφαση της Ντιούη Ντελ να καταδώσει τον αδελφό της και, τέλος, την εξοργιστικά παράδοξη επιλογή του πατέρα Άνς να ξαναφτιάξει τη ζωή του.


Το βιβλίο είναι αρκετά δύσκολο και απαιτεί πνευματική διέγερση και συνεχή πάλη με τον προχωρημένο μοντερνισμό του συγγραφέα. Η αφήγηση εναλλάσσεται με ποιητικές ονειρικές καταγραφές και εσωτερικούς μονολόγους σχεδόν αυτόματης γραφής. Η γλώσσα, που εμπλουτίζεται με τα ιδιωματικά στοιχεία του νότου, αποτελεί ύψιστη πρόκληση για τον μεταφραστή, ενώ η αφηγηματική ροή χαρακτηρίζεται από συνεχείς χρονικές ανακολουθίες. Πρόκειται ωστόσο για ένα αριστούργημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας που κατατάσσει τον δημιουργό του στους μεγαλύτερους συγγραφείς του προηγούμενου αιώνα και, οπωσδήποτε, αφήνει αλησμόνητες εντυπώσεις στον αναγνώστη με τις συγκλονιστικές του εικόνες (η κατασκευή του κιβουριού έξω από το παράθυρο της ετοιμοθάνατης, η σκηνή στο ποτάμι ή στη σιταποθήκη), και τους συνταρακτικούς στην απλότητά τους παράλληλους μονολόγους (ο μονόλογος του μικρότερου γιου και ο τρόπος που εκλαμβάνει τον θάνατο της μητέρας με την επανάληψη της φράσης «Η μητέρα μου είναι ψάρι» είναι πραγματικά εξαιρετικός, όπως και αυτός βέβαια την Άντυ Μπάντρεν στη μέση περίπου του βιβλίου).


Η μετάφραση του Μένη Κουμανταρέα είναι εύστοχη και φανερώνει βαθύ σεβασμό στο κείμενο. Ο δε τίτλος "As I Lay Dying" έχει αποδοθεί αριστοτεχνικά με τη φράση «Καθώς ψυχορραγώ». 


Ρ.Κ.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Μεγάλο βραβείο για το βίντεο "Η ιστορία του σχολείου μου"

Εκδήλωση στο αμφιθέατρο για την Παγκόσμια Ημέρα Βιβλίου